- απογραφικός
- η , ό[ν] относящийся к учёту, переписи, описи
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην απογραφή: Πρόσφατα απογραφικά στοιχεία για τον πληθυσμό της χώρας μας δεν έχουμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)